- ἐπιδεκτικός
- ἐπιδεκτικόςcapable of containingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… … Dictionary of Greek
επιδεκτικός — ή, ό που επιδέχεται κάτι, που έχει την πνευματική ιδίως ικανότητα να δέχεται κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδεκτικά — ἐπιδεκτικός capable of containing neut nom/voc/acc pl ἐπιδεκτικά̱ , ἐπιδεκτικός capable of containing fem nom/voc/acc dual ἐπιδεκτικά̱ , ἐπιδεκτικός capable of containing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικῶν — ἐπιδεκτικός capable of containing fem gen pl ἐπιδεκτικός capable of containing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικόν — ἐπιδεκτικός capable of containing masc acc sg ἐπιδεκτικός capable of containing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικαί — ἐπιδεκτικός capable of containing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικοί — ἐπιδεκτικός capable of containing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικοῦ — ἐπιδεκτικός capable of containing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικούς — ἐπιδεκτικός capable of containing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκτικῆς — ἐπιδεκτικός capable of containing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)